του Κυριάκου Π. Λουκάκου
Καθώς το μετασεισμικό «τσουνάμι» της κρίσης μόλις τώρα πλήττει σε όλη την κατακλυσμική έντασή του τον πυρήνα της κανονικότητας των μουσικών καλλιτεχνικών θεσμών, σε μεγάλο στοίχημα αναδεικνύεται η προσέλκυση του ενδιαφέροντος ενός κοινού, ευεπίφορου στην παρακολούθηση γεγονότων μεγάλων σχηματισμών, σε εκδηλώσεις δωματίου, χαμηλότερου κόστους μεν, αλλά, συχνά, υψηλής «θρεπτικής» αξίας. Βραδιές τραγουδιού συνοδεία πιάνου, ατομικά ρεσιτάλ ή συναυλίες τρίο ή κουαρτέτων μπορούν άραγε να συντηρήσουν τη συσπείρωση ενός κοινού αριθμητικά φθίνοντος και ηλικιακά όλο και περισσότερο προχωρημένου μέσου όρου; Η απάντηση αφορά με δομικούς όρους βασικούς πυλώνες της καλλιτεχνικής ζωής της Αθήνας, όπως το εκδικητικά νεόπτωχο Μέγαρο Μουσικής, αλλά και τον «αλμυρά» διατιθέμενο πλέον για παρόμοια γεγονότα Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός».
Χωρίς δυνατότητα να απαντηθεί καθολικά ο προβληματισμός αυτός, μετρημένη αισιοδοξία εμπνέει η ικανοποιητική πληρότητα της μικρής αίθουσας «Δημήτρης Μητρόπουλος» κατά την επίσκεψη, για μια και μόνη συναυλία στις 20 Οκτωβρίου 2016, του Κουαρτέτου της Φιλαρμονικής του Μονάχου, επίσκεψη υποθέτουμε όχι άσχετη με την Ελληνική εθνικότητα του Ιάσωνος Κεραμίδη, ως πρώτου βιολονίστα του σχήματος, αλλά και εξάρχοντος της Φιλαρμονικής από τον Δεκέμβριο του 2013. 3 ακόμη νέοι μουσικοί, ο Γάλλος Clément Courtin (τάξη του Ιγκόρ Όιστραχ), τακτικό μέλος της Ορχήστρας στα «δεύτερα» βιολιά, και οι Γερμανοί Konstantin Sellheim, δεξιοτέχνης της βιόλας, και Manuel von der Nahmer, τσελίστας της από το 1997, συμπληρώνουν τη διανομή των ερμηνευτών, που δόμησαν το αθηναϊκό τους πρόγραμμα φιλόδοξα γύρω από δύο αναφορές στη φιλολογία της φόρμας του κουαρτέτου εγχόρδων, το πρώτο από τα θεωρούμενα ως «ύστερα» κουαρτέτα του Λούντβιχ Βαν Μπετόβεν (αρ. 12, έργον 127) και το κομβικό 8ο από τα 15 τουΝτμίτρι Σοστακόβιτς. Και στις δυο περιπτώσεις πρόκειται για ιλιγγιώδους τεχνικής και μορφολογικής κυριαρχίας συνθέματα βαθιά προσωπικής μουσικής των κορυφαίων στο είδος συνθετών, πλάι στα οποία η συμπαθής «Crystallogenesis» (2016) του Λονδρέζου Graham Waterhouse (*1962), που συμπλήρωσε το καρτελόνε, δεν θα μπορούσε παρά να αποτελεί δευτερεύον hors d’ oeuvre.
Η επιλογή ενός βαρυσήμαντου προγράμματος επιβλήθηκε προφανώς από τη βαριά ιστορία της Φιλαρμονικής, που αποτελεί τη δημοτική ορχήστρα της Βαυαρικής πρωτεύουσας και είχε το ιστορικό προνόμιο να φιλοξενήσει, από τις πρώτες δεκαετίες της ύπαρξής της (*1893) παγκόσμιες πρεμιέρες αριστουργημάτων της λόγιας ευρωπαϊκής μουσικής. Ενδεικτικά αναφέρουμε την 4η και την 8η συμφωνία του Γκούσταβ Μάλερ υπό την διεύθυνση του ιδίου, καθώς και το «Τραγούδι της Γης» με μαέστρο τον Μπρούνο Βάλτερ, ενώ ο εμβληματικός Βίλχελμ Φούρτβαίνγκλερ πραγματοποίησε με τον σχηματισμό αυτό την πρώτη του δημόσια εμφάνιση ως αρχιμουσικός.
Σε αντίθεση με την εξαγγελία του προγραμματικού φυλλαδίου της συναυλίας, το κουαρτέτο του Σοστακόβιτς μεταφέρθηκε πριν το διάλειμμα, ώστε η εκδήλωση να τερματισθεί με το ανυπέρβλητο κύρος της Μπετοβενικής σφραγίδας. Χρονολογούμενο από το θέρος του 1960 και δομημένο πάνω σε ένα κεντρικό θέμα που συγκροτούν νότες αντίστοιχες με το πρώτο γράμμα του βαπτιστικού ονόματος (D) και τα -κατά Γερμανική απόδοση- 3 αρκτικά (SCH) του επωνύμου τού συνθέτη, το 8ο κουαρτέτο του Σοστακόβιτς είναι ένα από τα πλέον προσωπικά έργα του, υπερακοντίζοντας την προγραμματική αναφορά της 4ης κίνησης σε γερμανικό βομβαρδισμό. Το ίδιο αυτό -2ο από 3 (!)- λάργκο του κουαρτέτου στοιχειώνουν θεματικά θραύσματα του πρώτου κονσέρτου για βιολοντσέλο και της καταχωνιασμένης ακόμη τότε όπεράς του «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ». Η συναισθηματικά φορτισμένη τονικότητα της αδιάκοπης πενταμερούς αφήγησης εκπέμπει ελεγειακό βάθος, που όμως έλλειπε από την ακριβή αλλά εν τέλει επιφανειακή παρουσίαση της μουσικής που προσέφεραν οι άξιοι, αλλά ανέγγιχτοι από τους καιρούς που βίωσαν παλαιότεροι ομότεχνοί τους, μουσικοί του Μονάχου.
Παρόμοια υπήρξε η ένστασή μας και για τη διαδρομή του συγκλονιστικού 12ου κουαρτέτου του Μπετόβεν, έργου που δυστυχώς αρνείται να εκπληρωθεί με απλούς όρους ξηρής εκτέλεσης του μουσικού κειμένου, ιδίως στην αργή κίνηση, που απαιτεί ένα επίπεδο εκφραστικής και βιωματικής άρσης δυσεύρετο σε μη επαρκώς έμπειρους ακόμη δεξιοτέχνες. Σε κάθε περίπτωση, η βραδιά υπήρξε σημαντική για την ανεπιτήδευτη χαρά επαφής με μεγάλη μουσική, σπανιότατα ανακρουόμενη, και μάλιστα με όρους εκτελεστικής επάρκειας, σε αθηναϊκή αίθουσα.
Αναδημοσίευση από την ΑΥΓΗ της Κυριακής 4.12.2016